σοκάρω

σοκάρω
(I)
Ν
1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη
2. προκαλώ τον αποτροπιασμό
3. παθ. σοκάρομαι
α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός
β) παθαίνω σοκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer].
————————
(II)
Ν [σόκος / σόκκος]
1. τεντώνω το σχοινί πλοίου σφίγγοντας το άλλο άκρο του
2. (η προστ.) σόκα
(ως ναυτικό κέλευσμα) τέντωσε το σχοινί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοκάρω — σοκάρω, σόκαρα και σοκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοκάρω — (λ. γαλλ.), σόκαρα και σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, προκαλώ έκπληξη, ενοχλώ κάποιον με ανάρμοστη πράξη ή λόγο: Τον σόκαρε με τα τολμηρά ανέκδοτά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”