- σοκάρω
- (I)Ν1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη2. προκαλώ τον αποτροπιασμό3. παθ. σοκάρομαια) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονόςβ) παθαίνω σοκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer].————————(II)Ν [σόκος / σόκκος]1. τεντώνω το σχοινί πλοίου σφίγγοντας το άλλο άκρο του2. (η προστ.) σόκα(ως ναυτικό κέλευσμα) τέντωσε το σχοινί.
Dictionary of Greek. 2013.